- ανθρακεία
- η (Α ἀνθρακεία)[ανθρακεύς]η κατασκευή ξυλανθράκωννεοελλ.το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρακείαν — ἀνθρακείᾱν , ἀνθρακεία making of charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)